θερμομετρογράφος

θερμομετρογράφος
ο
ο θερμογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermometrograph < thermometer (πρβλ. θερμόμετρο) + -graph, (πρβλ. -γραφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”